- φαγκότο
- (Μουσ.). Στα ελληνικά λέγεται βαρύαυλος. Το βαθύτερο από τα πνευστά μουσικά όργανα της ομάδας των ξύλινων. Με διπλό επιστόμιο και κωνικό σωλήνα, το φ. έχει μεγάλη έκταση και μεγάλη ποικιλία ηχητικού όγκου, αν και διατηρεί σε όλη την έκταση τα δικά του ηχοχρωματικά χαρακτηριστικά. Με γλυκό και μελαγχολικό ηχόχρωμα μπορεί να πάρει ακόμα –όταν παίζεται γρήγορα και στακάτο– έναν εύθυμο τόνο εξαιτίας του οποίου του δόθηκε το όνομα «κλόουν της ορχήστρας» και χρησιμοποιείται για χιουμοριστικές εντυπώσεις.
Το φ. κατάγεται από την παλιά μπομπάρντα μπάσα, που αργότερα ονομάστηκε ντουλτσιάνα. Αν και κατά τον 18o αι. χρησιμοποιόταν μόνο ως όργανο-σόλο, μόνο έναν αιώνα αργότερα (εξαιτίας των τελειοποιήσεων που οφείλονταν κυρίως στον περίφημο Βέλγο κατασκευαστή οργάνων Αντόλφ Σαξ) έγινε ένα από τα σημαντικότερα όργανα της ορχήστρας. Από τις αναρίθμητες συνθέσεις για φ. αναφέρουμε τα 38 κοντσέρτα για φ. και ορχήστρα του Βιβάλντι, τη Σονάτα για φ. και πιάνο του Σεν-Σανς, τη Σονάτα για κλαρινέτο και φ. του Πουλένκ, το Χιουμοριστικό σκέρτσο για τέσσερα φ. του Προκόφιεφ, τη Σονάτα για φ. και πιάνο του Χίντεμιτ. Η Ιεροτελεστία της άνοιξης του Στραβίνσκι αρχίζει με μια μελωδία εκτελούμενη από φ., η οποία αποκτά μια ασυνήθιστη ηχοχρωματική λαμπρότητα.
To φαγκότο είναι το βαθύτερο από τα πνευστά μουσικά όργανα της ομάδας των ξύλινων.
* * *και παλ. γρφφαγκόττο, το, Νμουσ. σημαντικό μουσικό όργανο, τενόρο και μπάσο, τής οικογένειας τών ορχηστρικών ξύλινων πνευστών, γνωστό και με τη λόγια ονομασία βαρύαυλος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. fagotto με αρχική σημ. «δεμάτι, δέσμη» < προβηγκιακό fagot].
Dictionary of Greek. 2013.